μῶρ'

μῶρ'
μῶρα , μωρός
dull
neut nom/voc/acc pl
μῶρα , μωρός
dull
neut nom/voc/acc pl
μῶρε , μωρός
dull
masc voc sg
μῶρε , μωρός
dull
masc/fem voc sg
μῶραι , μωρός
dull
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μωρ(ο)- — (ΑΜ μωρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, ά, όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων… …   Dictionary of Greek

  • μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) …   Dictionary of Greek

  • καλαματιανός — Ελληνικός χορός, ίσως ο δημοφιλέστερος, πιθανόν εξαιτίας του κεφάτου ρυθμού και των απλών βημάτων του. Αρχικά ο κ. αποτελούσε τον δεύτερο τύπο ενός επίσης πολύ δημοφιλούς ελληνικού χορού, του συρτού. Ο πρώτος συρτός ακολουθούσε το μέτρο των 8/8… …   Dictionary of Greek

  • καμπανέλι — το (Μ καμπανέλλι και καμπανέλι) μικρή καμπάνα, καμπανάκι, κωδωνίσκος νεοελλ. ναυτ. καθένας από τους μικρούς κιονίσκους τού καταστρώματος, στους οποίους δένονται οι πόδες τών ιστίων, ποδοδέτης, κν. μπαμπαδέλι μσν. καμπαναριό, κωδωνοστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • μωραγάπητος — μωραγάπητος, η, ον (Μ) αυτός που αγαπά κάποιον υπερβολικά, που έχει αδυναμία σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + ἀγαπητός με επιτατ. σημ. αντί τὴς υποκορ. (πιθ. κατ επίδραση τὴς σημ. τοὺ μωρός), πρβλ. και ακρο (III)] …   Dictionary of Greek

  • μωρελεήμων — μωρελεήμων, ὁ (Μ) αυτός που ελεεί τους μωρούς, ο Θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + ἐλεήμων] …   Dictionary of Greek

  • μωροαπρομήθευτος — μωροαπρομήθευτος, η, ον (Μ) ελάχιστα προνοητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + ἀπρομήθευτος «απερίσκετος»] …   Dictionary of Greek

  • μωροαχαμνός — μωροαχαμνός, ή, όν (Μ) αυτός που έχει περιορισμένες ικανότητες ή δυνατότητες σε κάτι, ο αδύνατος σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + ἀχαμνός] …   Dictionary of Greek

  • μωροαψύς — μωροαψύς, ύ (Μ)·λίγο ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + ἁψύς] …   Dictionary of Greek

  • μωροβλάπτης — μωροβλάπτης, ὁ (ΑΜ) μωρός που επιφέρει βλάβες, φθοροποιός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός ) + βλάπτω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”